- επασσύτερος
- ἐπασσύτερος, -α, -ον (Α)1. αυτός που διαδέχεται άλλον με ορμή, σε πυκνά κύματα, αλλεπάλληλος («ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.)2. συχνός, επαναλαμβανόμενος3. (για άνεμο) αυτός που πνέει ασταμάτητα4. (για κακό) αυτός που μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασσύτερος (μτγν. συγκριτ. τού επίρρ. άγχι) «πλησιέστερος, εγγύτερος»].
Dictionary of Greek. 2013.